καλοκάθομαι

καλοκάθομαι
1. κάθομαι καλά, τοποθετούμαι σε μια θέση άνετα, αναπαυτικά, στρογγυλοκάθομαι
2. εγκαθίσταμαι μόνιμα κάπου, βολεύομαι κάπου
3. μτφ. κάθομαι φρόνιμα, περνώ ήρεμη και σεμνή ζωή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλοκάθομαι — και καλοκαθίζω καλοκάθισα, καλοκαθισμένος, κάθομαι καλά και αναπαυτικά: Καλοκάθισε και δε λέει να το κουνήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοκαθίζω — 1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει καλά, τόν τοποθετώ αναπαυτικά 2. (αμτβ.) καλοκάθομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”